μετεκπαιδεύω

μετεκπαιδεύω
μετεκπαίδευσα, μετεκπαιδεύτηκα, μετεκπαιδευμένος, εκπαιδεύω συμπληρωματικά επιστήμονες, στελέχη κτλ. και μετά το τέλος των κανονικών σπουδών τους: Μετεκπαιδεύτηκε στην πλαστική χειρουργική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετεκπαιδεύω — μετεκπαιδεύω, μετεκπαίδευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετεκπαιδεύω — παρέχω σε κάποιον συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το πέρας τών σπουδών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εκ παιδεύω] …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετεκπαίδευση — η [μετεκπαιδεύω] ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση που αφορά κυρίως τους λειτουργούς τής στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, τους επιστήμονες κάθε ειδικότητας, αλλά και τεχνίτες, εργάτες, υπαλλήλους, και αποσκοπεί στη συμπλήρωση και επέκταση τής… …   Dictionary of Greek

  • μετεκπαιδευτής — ο, θηλ. τρια [μετεκπαιδεύω] αυτός που μετεκπαιδεύει κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”